- κορύδιον
- κορύδιον, τό, Aetol. Dim. of κόρη, JHS13.346 ([place name] Naupactus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορύδιον — κορύδιον, τὸ (Α) επιγρ. (αιολ. τ.) κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. ύδ ιον, αναλογικά προς υποκορ. ονομάτων σε υ (πρβλ. δακρ ύδιον, δορ ύδιον)] … Dictionary of Greek
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek